- στερεοῦσθαι
- στερεόωmake firmpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek
ВЕРА — один из главных феноменов человеческой жизни. По своей природе В. разделяется на религ. и нерелиг. «Все, что совершается в мире, даже людьми, чуждыми Церкви, совершается верою... весьма многие дела человеческие основаны на вере; и этому не одни… … Православная энциклопедия